Καθώς οι επιστήμονες πραγματοποιούν μελέτες για το απώτερο μέλλον του Ηλιακού μας Συστήματος, νέα δεδομένα δείχνουν ότι το σενάριο της ολοκληρωτικής εξαφάνισης της ζωής ίσως δεν είναι τόσο αναπόφευκτο όσο πιστευόταν μέχρι σήμερα. Νέα μελέτη από το Carl Sagan Institute του Cornell University εξετάζει μια απρόσμενη πιθανότητα: ο παγωμένος δορυφόρος του Δία, η Ευρώπη, ίσως να αποτελέσει ένα προσωρινό καταφύγιο για τη ζωή μετά την έκρηξη του Ήλιου.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, σε περίπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια ο Ήλιος θα ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής του και θα μετατραπεί σε έναν γιγαντιαίο κόκκινο αστέρα. Η μεταμόρφωση αυτή θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την εσωτερική περιοχή του Ηλιακού Συστήματος: ο Ερμής και η Αφροδίτη θα απορροφηθούν από το διογκωμένο άστρο, ενώ η Γη, εφόσον δεν καταστραφεί ολοσχερώς, θα μετατραπεί σε έναν πυρακτωμένο πυρήνα από σίδηρο και νικέλιο, πλήρως ακατοίκητη.
Καθώς η θερμική ζώνη που επιτρέπει την ύπαρξη νερού σε υγρή μορφή μετατοπίζεται μακριά από το κέντρο του συστήματος, οι εξωτερικοί δορυφόροι των πλανητών, όπως η Ευρώπη του Δία, εισέρχονται προσωρινά σε αυτή τη νέα κατοικήσιμη ζώνη. Ο Δίας, παρά το ότι θα συνεχίσει να είναι αφιλόξενος για τη ζωή, θα αντανακλά μεγαλύτερες ποσότητες θερμότητας και φωτός προς τους δορυφόρους του λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας του, παρέχοντας ένα επιπλέον θερμικό όφελος στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη θεωρείται ήδη μία από τις πιο υποσχόμενες τοποθεσίες στο Ηλιακό Σύστημα για την ύπαρξη ζωής, λόγω του υπόγειου ωκεανού της. Όμως, η επιπλέον θερμότητα που θα δεχθεί στο μέλλον θα φέρει βαθιές αλλαγές. Οι πάγοι της επιφάνειας θα αρχίσουν να εξαχνώνονται, ενώ οι υπόγειοι ωκεανοί θα αρχίσουν να εξατμίζονται. Τα φαινόμενα αυτά θα είναι πιο έντονα στην πλευρά του δορυφόρου που βλέπει προς τον Δία, ενώ ακόμη και οι ισημερινές περιοχές στην αντίθετη πλευρά θα υποστούν απώλειες λόγω θερμικών ρευμάτων.
Ωστόσο, το σύνολο της επιφάνειας της Ευρώπης δεν θα επηρεαστεί εξίσου. Οι περιοχές στους πόλους, ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά από τον Δία, ενδέχεται να διατηρήσουν ηπιότερες συνθήκες εξάτμισης. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτές οι ζώνες ίσως καταφέρουν να συγκρατήσουν μια λεπτή ατμόσφαιρα υδρατμών, η οποία θα μπορούσε να επιβιώσει για έως και 200 εκατομμύρια χρόνια. Αν και αστρονομικά πρόκειται για μικρό χρονικό διάστημα, ενδέχεται να είναι αρκετό ώστε να προσφέρει προσωρινή φιλοξενία σε μορφές ζωής ή ακόμη και να αποτελέσει το τελευταίο καταφύγιο πριν από την οριστική εξαφάνιση.
Πέρα από τις επιπτώσεις στο Ηλιακό Σύστημα, η μελέτη ανοίγει δρόμους και για την αναζήτηση ζωής σε άλλες γωνιές του Σύμπαντος. Αν και οι εξωδορυφόροι —δηλαδή τα φεγγάρια γύρω από εξωπλανήτες— δεν έχουν εντοπιστεί με βεβαιότητα μέχρι σήμερα, υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξή τους. Εάν ανακαλυφθούν δορυφόροι παρόμοιοι με την Ευρώπη γύρω από ετοιμοθάνατα άστρα, ενδέχεται να καταγραφούν χημικά ίχνη ζωής, με τη βοήθεια οργάνων όπως το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb ή το μελλοντικό Habitable Worlds Observatory.
Η προοπτική της επιβίωσης της ζωής κάτω από τόσο ακραίες συνθήκες μπορεί να μοιάζει απίθανη, όμως δεν αποκλείεται. Για τους επιστήμονες, κάθε τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί ευκαιρία διεύρυνσης της κατανόησης μας για το πού και πώς μπορεί να αναπτυχθεί ζωή στο Σύμπαν, ακόμη και στα πιο απροσδόκητα μέρη και εποχές.
[via]