Η αλλαγή της ώρας είναι ένα θέμα που εδώ και δεκαετίες διχάζει κοινωνίες, πολιτικούς και επιστήμονες. Στην Ευρώπη έχουν καταναλωθεί αμέτρητες ώρες διαβουλεύσεων για το ενδεχόμενο κατάργησης της πρακτικής, ενώ αρκετές χώρες έχουν αποφασίσει είτε να την καταργήσουν είτε να την επαναφέρουν. Πώς γίνεται, λοιπόν, μια τόσο απλή φαινομενικά διαδικασία να προκαλεί τόσο έντονες αντιδράσεις και πάθη;
Η απάντηση είναι ότι πίσω από την αλλαγή της ώρας κρύβονται σοβαροί επιστημονικοί προβληματισμοί. Εκατοντάδες ερευνητές διερευνούν εδώ και χρόνια ποια είναι η καλύτερη πολιτική χρόνου, με βασικό ερώτημα το πώς επηρεάζει τον οργανισμό μας. Πρόσφατα, μια νέα εκτεταμένη έρευνα που δημοσιεύτηκε από το Stanford Medicine επανέφερε τη συζήτηση στο προσκήνιο.
Το ανθρώπινο σώμα διαθέτει ένα εσωτερικό ρολόι που ακολουθεί περίπου 24ωρο κύκλο και ρυθμίζει βασικές λειτουργίες: τον ύπνο, την πείνα, την ενέργεια, ακόμη και τον χρόνο που επισκεπτόμαστε την τουαλέτα. Αυτός ο μηχανισμός, γνωστός ως κιρκάδιος ρυθμός, είναι εξαιρετικά ευαίσθητος. Όταν διαταράσσεται, μπορεί να προκαλέσει από απλή δυσφορία μέχρι σοβαρά προβλήματα υγείας. Η επιστημονική κοινότητα θεωρεί εδώ και καιρό ότι οι αλλαγές ώρας επηρεάζουν αυτόν τον κύκλο, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει να αποδείξει με απόλυτη σαφήνεια τις επιπτώσεις.
Η μελέτη του Stanford προσπάθησε να ρίξει περισσότερο φως στο ζήτημα. Οι ερευνητές συνέκριναν τρεις διαφορετικές πολιτικές: τη διατήρηση χειμερινής ώρας όλο τον χρόνο, τη διατήρηση θερινής ώρας και το σημερινό μοντέλο με δύο αλλαγές τον χρόνο. Χρησιμοποιώντας δεδομένα για τις ώρες ανατολής και δύσης του ήλιου, κατέγραψαν την πραγματική έκθεση των ανθρώπων στο φως, τις επιπτώσεις στους κιρκάδιους ρυθμούς, αλλά και κοινωνικά και υγειονομικά χαρακτηριστικά σε διαφορετικές κομητείες της Βόρειας Αμερικής.
Τα αποτελέσματα, αν και πολύπλοκα και με ισχυρό στατιστικό χαρακτήρα, κατέληξαν σε μια βασική διαπίστωση: το να αποφεύγεται η διπλή αλλαγή της ώρας είναι γενικά καλύτερο για την υγεία. Συγκεκριμένα, η διατήρηση της χειμερινής ώρας θα μπορούσε να αποτρέψει περίπου 300.000 εγκεφαλικά επεισόδια ετησίως και να μειώσει τα ποσοστά παχυσαρκίας κατά 2,6 εκατομμύρια άτομα. Η θερινή ώρα, εάν εφαρμοζόταν μόνιμα, θα είχε αντίστοιχα θετική επίδραση, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Ο Jamie Zeitzer, καθηγητής ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημών στο Stanford University, εξήγησε τον μηχανισμό: το φως το πρωί επιταχύνει τον κιρκάδιο κύκλο, ενώ το φως το απόγευμα τον επιβραδύνει. Για να υπάρχει σωστός συγχρονισμός με το 24ωρο, είναι απαραίτητο να εκτιθέμεθα σε περισσότερο πρωινό φως και λιγότερο απογευματινό. Αν αυτή η ισορροπία διαταραχθεί, το εσωτερικό ρολόι εξασθενεί, με συνέπειες που αγγίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα, την ενέργεια και γενικότερα τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού.
Ωστόσο, τα ευρήματα δεν σημαίνουν ότι η χειμερινή ώρα αποτελεί την ιδανική λύση. Οι ίδιοι οι ερευνητές παραδέχονται ότι η μελέτη δεν λαμβάνει υπόψη πολλούς παράγοντες που μπορούν να μειώσουν ή και να ακυρώσουν τα υπολογισμένα οφέλη. Ακόμη και αν δεχθούμε πλήρως τη μεθοδολογία, θα χρειαζόταν να γίνουν αντίστοιχες αναλύσεις σε κάθε χώρα ξεχωριστά, αφού οι κοινωνικές συνθήκες, η γεωγραφία και οι συνήθειες του πληθυσμού διαφέρουν σημαντικά. Για παράδειγμα, η επίδραση της αλλαγής ώρας σε μια βόρεια χώρα με μεγάλα διαστήματα σκοταδιού τον χειμώνα δεν είναι η ίδια με εκείνη μιας μεσογειακής χώρας.
Το μέγεθος των χωρών όπως οι ΗΠΑ ή η πολυπλοκότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστούν δύσκολη τη λήψη μιας ενιαίας απόφασης. Η ενοποίηση των πολιτικών χρόνου σκοντάφτει πάνω σε γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες που δεν επιτρέπουν εύκολες λύσεις.
[via]