Ο James Dewey Watson, ο άνθρωπος που έδωσε στο ανθρώπινο είδος το κλειδί για να κατανοήσει τον ίδιο του τον γενετικό κώδικα, πέθανε σε ηλικία 97 ετών. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας ζωής που κινήθηκε ανάμεσα σε λαμπρές επιστημονικές ανακαλύψεις και βαθιά ηθική αμφισβήτηση.
Γεννημένος το 1928 στο Σικάγο, ο Watson ανήκε σε εκείνη τη γενιά των νεαρών επιστημόνων που άλλαξαν τον ρου της βιολογίας στα μέσα του 20ού αιώνα. Μόλις στα 25 του χρόνια, το 1953, μαζί με τον Βρετανό φυσικό Francis Crick, αποκάλυψαν το μυστικό της ζωής: τη δομή του DNA. Εργάζονταν στο Cavendish Laboratory του Πανεπιστημίου του Cambridge, αναζητώντας το πώς αποθηκεύονται και μεταφέρονται οι γενετικές πληροφορίες. Η ανακάλυψή τους —η διάσημη διπλή έλικα— έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα της επιστήμης, ισάξιο με το μοντέλο του ατόμου ή το τηλεσκόπιο του Galileo.
Ωστόσο, πίσω από την ιστορική αυτή στιγμή υπήρχε και μια πιο σκοτεινή πτυχή. Η επιτυχία του Watson και του Crick βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εργασία της Rosalind Franklin, μιας πρωτοπόρου χημικού και κρυσταλλογράφου του King’s College στο Λονδίνο. Οι ακτινογραφίες της, και ειδικά η περίφημη «Photo 51», αποκάλυψαν την ελικοειδή μορφή του DNA. Όμως η συμβολή της Franklin δεν αναγνωρίστηκε ποτέ πλήρως. Η κρίσιμη φωτογραφία δόθηκε στους Watson και Crick από τον συνάδελφό της Maurice Wilkins, χωρίς τη δική της άδεια ή γνώση.
Το 1962, ο Watson, ο Crick και ο Wilkins μοιράστηκαν το Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψή τους. Η Franklin δεν μπορούσε να τιμηθεί —είχε ήδη πεθάνει το 1958 από καρκίνο στις ωοθήκες, στα 37 της χρόνια— καθώς τα Νόμπελ δεν απονέμονται μετά θάνατον. Στην επιστημονική κοινότητα, η αδικία αυτή δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ο τρόπος με τον οποίο ο Watson υποβάθμισε τη Franklin, τόσο δημόσια όσο και στα γραπτά του, επισκίασε τη φήμη του για δεκαετίες.
Μετά την εποχή του Cambridge, ο Watson έγινε μέλος του διδακτικού προσωπικού στο Harvard το 1955. Δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Ο βιολόγος E.O. Wilson, ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες της εποχής, τον είχε περιγράψει στα απομνημονεύματά του ως «τον πιο δυσάρεστο άνθρωπο που είχα γνωρίσει ποτέ», προσθέτοντας ότι «ο Watson εξέπεμπε περιφρόνηση προς όλες τις κατευθύνσεις».
Το 1968 ανέλαβε τη διεύθυνση του Cold Spring Harbor Laboratory στη Νέα Υόρκη, το οποίο μετέτρεψε σε ένα από τα κορυφαία κέντρα μοριακής βιολογίας στον κόσμο. Εκεί προώθησε έρευνες για τη γενετική του καρκίνου και καθόρισε τη μετέπειτα πορεία της γενετικής επιστήμης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως διευθυντής του National Center for Human Genome Research στο NIH, εγκαινίασε το φιλόδοξο Human Genome Project, μια πρωτοβουλία που είχε στόχο τη χαρτογράφηση του ανθρώπινου DNA. Ωστόσο, παραιτήθηκε το 1992, διαφωνώντας με τα σχέδια για κατοχύρωση πατεντών σε γονίδια, τα οποία θεωρούσε ηθικά απαράδεκτα.
Παρά τις επιστημονικές του επιτυχίες, η φήμη του Watson κατέρρευσε υπό το βάρος των δικών του δηλώσεων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του έκανε ρατσιστικά και σεξιστικά σχόλια, τα οποία συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις. Το 2007, σε συνέντευξή του, ισχυρίστηκε πως «οι μαύροι είναι λιγότερο έξυπνοι από τους λευκούς». Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων και οδήγησαν στην αποχώρησή του από το Cold Spring Harbor Laboratory. Αντί να ανακαλέσει, ο Watson επέμεινε στις απόψεις του, επαναλαμβάνοντας παρόμοια σχόλια σε επόμενες συνεντεύξεις, γεγονός που τον μετέτρεψε σε ανεπιθύμητο πρόσωπο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Πανεπιστήμια ακύρωσαν προσκλήσεις, συνέδρια διέγραψαν την παρουσία του από τα προγράμματα, και ο άλλοτε τιμημένος νομπελίστας έμεινε απομονωμένος.
Το 2014, σε μια πράξη που πολλοί ερμήνευσαν ως συμβολική παραίτηση από τη δόξα του, πούλησε το Νόμπελ του σε δημοπρασία για 4,1 εκατομμύρια δολάρια. Ο Ρώσος μεγιστάνας που το αγόρασε τού το επέστρεψε αργότερα, μια πράξη που φάνηκε να τον συγκινεί, αλλά δεν αποκατέστησε τη χαμένη του υπόληψη.
Ο James Watson υπήρξε ένας από τους ανθρώπους που έφεραν την επιστήμη αντιμέτωπη με τη δική της συνείδηση. Το όνομά του θα παραμείνει συνδεδεμένο για πάντα με τη διπλή έλικα, το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η σύγχρονη βιολογία. Όμως η ιστορία του θυμίζει ότι η ιδιοφυΐα δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ηθική ακεραιότητα.
[source]




