Φάρμακα που μέχρι χθες θεωρούνταν «εργαλεία» για τον διαβήτη και την απώλεια βάρους φαίνεται πως ανοίγουν τώρα έναν απρόσμενο δρόμο στη μάχη κατά του καρκίνου. Μια νέα μελέτη του University of California San Diego υποστηρίζει ότι οι ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που λαμβάνουν φάρμακα τύπου GLP-1, όπως τα Ozempic και Wegovy, εμφανίζουν δραματικά χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, λιγότερο από τα μισά σε σχέση με όσους δεν τα χρησιμοποιούν.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cancer Investigation, εξετάζει τη δράση φαρμάκων όπως η σεμαγλουτίδη (η δραστική ουσία πίσω από τα Ozempic και Wegovy) και η τιρζεπατίδη, γνωστή και ως Mounjaro. Αν και αυτά τα σκευάσματα αναπτύχθηκαν αρχικά για τη ρύθμιση του σακχάρου σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η επιστημονική κοινότητα τα γνωρίζει πλέον κυρίως για τη θεαματική τους επίδραση στην απώλεια βάρους. Η νέα μελέτη όμως δείχνει ότι η επίδρασή τους ίσως είναι πολύ πιο βαθιά, αγγίζοντας πλέον και την επιβίωση ασθενών με καρκίνο.
Οι ερευνητές του UC San Diego ανέλυσαν ιατρικά δεδομένα από περισσότερους από 6.800 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που νοσηλεύτηκαν σε πανεπιστημιακά κέντρα της Καλιφόρνιας. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: το 15,5% όσων λάμβαναν φάρμακα GLP-1 πέθαναν μέσα σε πέντε χρόνια, έναντι 37,1% στην ομάδα των μη χρηστών. Η διαφορά αυτή υποδηλώνει ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα δεν περιορίζονται απλώς στη ρύθμιση του μεταβολισμού αλλά πιθανώς προσφέρουν μια νέα, απροσδόκητη ασπίδα απέναντι στον καρκίνο.
Επικεφαλής της μελέτης είναι ο Raphael Cuomo, Ph.D., αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αναισθησιολογίας της Ιατρικής Σχολής του UC San Diego και μέλος του Moores Cancer Center. Η ομάδα του αξιοποίησε τη βάση δεδομένων University of California Health Data Warehouse, μια από τις πιο εκτενείς συλλογές ιατρικών πληροφοριών στις ΗΠΑ. Ακόμα και μετά τη στατιστική προσαρμογή για παράγοντες όπως ηλικία, δείκτης μάζας σώματος (BMI), βαρύτητα του καρκίνου και συνυπάρχουσες ασθένειες, το πλεονέκτημα υπέρ των χρηστών GLP-1 φαρμάκων παρέμεινε σταθερό. Αυτό σημαίνει ότι η προστατευτική δράση των φαρμάκων πιθανόν δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βελτίωση του βάρους ή του μεταβολισμού, αλλά ίσως από κάποιον βαθύτερο βιολογικό μηχανισμό.
Η σύνδεση φαίνεται ακόμη πιο έντονη σε ασθενείς με παχυσαρκία (BMI άνω του 35). Το εύρημα αυτό οδηγεί τους ερευνητές να υποθέσουν ότι η αντιφλεγμονώδης και μεταβολική δράση των φαρμάκων μπορεί να μειώνει τις συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη και εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων. Τα GLP-1 αγωνιστικά είναι γνωστά για τη μείωση των επιπέδων φλεγμονής σε ολόκληρο το σώμα, τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και τη μείωση της λιπώδους μάζας, παράγοντες που εδώ και χρόνια συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης και επιδείνωσης του καρκίνου.
Εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι οι ίδιες αυτές ουσίες μπορεί να επιδρούν και πιο άμεσα: να αναστέλλουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων, να προκαλούν τον προγραμματισμένο θάνατό τους (απόπτωση) και να αλλάζουν το μικροπεριβάλλον γύρω από τους όγκους, καθιστώντας το λιγότερο «φιλόξενο» για τη νόσο. Αν αυτές οι ενδείξεις επιβεβαιωθούν, θα μπορούσε να πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές εξελίξεις στη φαρμακολογία των τελευταίων ετών, ένα παράδειγμα όπου ένα φάρμακο για τον διαβήτη αποκτά απρόσμενη αντικαρκινική δύναμη.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Cuomo, η μελέτη είναι καθαρά παρατηρητική. Αυτό σημαίνει ότι, προς το παρόν, δεν μπορεί να αποδείξει άμεση αιτιώδη σχέση μεταξύ των φαρμάκων GLP-1 και της μείωσης των θανάτων από καρκίνο. Ίσως το αποτέλεσμα να είναι έμμεσο, αποτέλεσμα της γενικής βελτίωσης της υγείας των ασθενών που λαμβάνουν τα φάρμακα. Παρ’ όλα αυτά, το εύρος της διαφοράς είναι τόσο μεγάλο που οι επιστήμονες ζητούν ήδη τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών για να διαπιστωθεί εάν τα φάρμακα αυτά μπορούν πράγματι να λειτουργήσουν ως αντικαρκινική θεραπεία, ειδικά για καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Η πιθανότητα τα Ozempic και Wegovy να παίζουν ρόλο πέρα από τη ρύθμιση της γλυκόζης και την απώλεια βάρους αλλάζει ριζικά την εικόνα για τα λεγόμενα «θαυματουργά φάρμακα» της τελευταίας δεκαετίας. Αν επιβεβαιωθεί ότι έχουν αντικαρκινικές ιδιότητες, δεν θα πρόκειται απλώς για μια ακόμη φαρμακευτική επιτυχία, αλλά για ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση μεταβολισμού και καρκίνου.
Για την ώρα, οι ειδικοί συνιστούν προσοχή και επιστημονική νηφαλιότητα. Τα δεδομένα είναι ενθαρρυντικά, αλλά χρειάζονται χρόνια μελετών πριν μπορέσουμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για αντικαρκινική δράση.
[source]




