Για δεκαετίες επικρατούσε η αντίληψη ότι το φύλο ενός παιδιού καθορίζεται απόλυτα τυχαία, με πιθανότητες 50/50 να είναι αγόρι ή κορίτσι. Ωστόσο, νέα επιστημονική μελέτη από το Harvard University αμφισβητεί αυτό το θεώρημα και ανοίγει τον δρόμο για μια πιο σύνθετη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το φύλο καθορίζεται, επηρεαζόμενο όπως φαίνεται από παράγοντες όπως η ηλικία της μητέρας.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 58.007 γυναίκες στις ΗΠΑ που είχαν γεννήσει τουλάχιστον δύο παιδιά. Μεταξύ των πολλών χαρακτηριστικών που εξετάστηκαν, όπως ύψος, δείκτης μάζας σώματος, ομάδα αίματος, χρώμα μαλλιών, φυλή, βιολογικός ρυθμός (πρωινός ή νυχτερινός τύπος), ηλικία πρώτης περιόδου και ηλικία πρώτου τοκετού, μόνο ένα φάνηκε να επηρεάζει ουσιαστικά το φύλο των παιδιών: η ηλικία της γυναίκας όταν έγινε για πρώτη φορά μητέρα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι γυναίκες που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί μετά την ηλικία των 28 είχαν 43% πιθανότητα να γεννήσουν μόνο παιδιά του ίδιου φύλου – είτε μόνο αγόρια είτε μόνο κορίτσια. Αντιθέτως, οι γυναίκες που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί πριν κλείσουν τα 23, είχαν μειωμένη πιθανότητα, μόλις 34%, να γεννήσουν παιδιά μόνο ενός φύλου. Το ποσοστό αυτό υποδηλώνει σημαντική απόκλιση από τη θεωρούμενη ισοκατανομή.
Το φύλο ενός παιδιού καθορίζεται από τη χρωμοσωμική συμβολή του σπέρματος και του ωαρίου. Ενώ το ωάριο προσφέρει πάντα ένα Χ χρωμόσωμα, το σπέρμα φέρει είτε Χ είτε Υ χρωμόσωμα. Αν το έμβρυο λάβει Χ από το σπέρμα, τότε γεννιέται κορίτσι, αν λάβει Υ, τότε πρόκειται για αγόρι. Η διαδικασία αυτή έχει μέχρι σήμερα θεωρηθεί τυχαία και ισομερής. Όμως οι παρατηρήσεις των επιστημόνων δείχνουν πως κάποιες γυναίκες έχουν μια αξιοσημείωτη σταθερότητα στο να αποκτούν παιδιά μόνο ενός φύλου, φαινόμενο που δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στην τύχη.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές, τα δεδομένα τους κατέδειξαν πως το φύλο των παιδιών μέσα στην ίδια οικογένεια δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με την απλή πιθανότητα, αλλά ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική ενδομητρική συσχέτιση, δηλαδή η πιθανότητα μια γυναίκα να έχει επανειλημμένα παιδιά του ίδιου φύλου είναι μεγαλύτερη από το αναμενόμενο.
Το γιατί η ηλικία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι φυσιολογικές αλλαγές που επέρχονται στον γυναικείο οργανισμό με την πάροδο των ετών μπορεί να επηρεάζουν τη βιωσιμότητα των σπερματοζωαρίων με Χ ή Υ χρωμόσωμα. Για παράδειγμα, οι μεγαλύτερες γυναίκες έχουν συχνά μικρότερη ωοθυλακική φάση, η οποία ευνοεί την επιβίωση του Υ χρωμοσώματος, άρα την πιθανότητα γέννησης αγοριών. Αντίστοιχα, η μείωση του pH στον γυναικείο κόλπο με την ηλικία δημιουργεί πιο όξινο περιβάλλον, το οποίο ενισχύει την επιβίωση των σπερματοζωαρίων με Χ χρωμόσωμα, άρα κοριτσιών.
Αν και αυτές οι υποθέσεις είναι προς το παρόν θεωρητικές, οι ερευνητές τονίζουν ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες και πιο λεπτομερή δεδομένα για να επιβεβαιωθούν οι μηχανισμοί αυτοί.
Η ανατροπή της θεωρίας του 50/50 φέρνει συνέπειες όχι μόνο στον επιστημονικό τομέα αλλά και στον κοινωνικό. Ορισμένες οικογένειες που επιθυμούν παιδιά και των δύο φύλων ενδέχεται να βρεθούν μπροστά σε μια απροσδόκητη στατιστική πραγματικότητα: εάν έχουν ήδη αποκτήσει δύο ή τρία παιδιά του ίδιου φύλου, είναι πιθανό να συνεχίσουν να έχουν το ίδιο μοτίβο. Όπως χαρακτηριστικά καταλήγουν οι ερευνητές, «σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν προσπαθούν για το επόμενο παιδί, στην πραγματικότητα δεν ρίχνουν ένα νόμισμα με δύο διαφορετικές όψεις, αλλά ένα νόμισμα με δύο ίδιες».
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Advances, υπογραμμίζει πως η αντίληψη της ισότητας στην πιθανότητα απόκτησης αγοριού ή κοριτσιού ίσως να είναι περισσότερο μύθος παρά στατιστική αλήθεια. Αν και η γενετική θεωρία παραμένει σταθερή ως προς τη βασική της αρχή, τα ευρήματα αυτά φωτίζουν το πόσο πιο πολύπλοκη είναι η αναπαραγωγική διαδικασία και το πώς προσωπικά, βιολογικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και αυτό που για χρόνια θεωρούσαμε τυχαίο.
[via]