Σε μια ιατρική πρωτιά που ενδέχεται να ανοίξει νέους ορίζοντες στις μεταμοσχεύσεις καρδιάς, χειρουργοί στο Duke University κατόρθωσαν να επαναφέρουν στη ζωή μια καρδιά που είχε σταματήσει να χτυπά για περισσότερα από πέντε λεπτά. Η καρδιά, που προερχόταν από βρέφος-δότη, μεταμοσχεύθηκε επιτυχώς σε ένα τριών μηνών παιδί, προσφέροντάς του κυριολεκτικά μια δεύτερη ευκαιρία.
Έξι μήνες μετά την επέμβαση, η καρδιά του δότη συνέχιζε να λειτουργεί φυσιολογικά, χωρίς ενδείξεις απόρριψης από το σώμα του λήπτη, σύμφωνα με μια σύντομη αναφορά που δόθηκε στη δημοσιότητα. Η επιτυχία της μεταμόσχευσης αναδεικνύει τη δυναμική μιας μεθόδου που ονομάζεται «on-table reanimation», δηλαδή, η επαναφορά της λειτουργίας της καρδιάς επάνω στο χειρουργικό τραπέζι, ως εφικτή και αποτελεσματική, τουλάχιστον σε νεογνά.
Η διαδικασία βασίστηκε στη συναίνεση της οικογένειας του δότη, ενώ για να καταστεί δυνατή η αναβίωση της καρδιάς, οι χειρουργοί χρησιμοποίησαν ένα ειδικά κατασκευασμένο σύστημα που περιλάμβανε οξυγονωτή, αντλία φυγοκέντρισης και δεξαμενή για τη συλλογή του αίματος. Η καινοτομία ήταν απαραίτητη, καθώς τα υπάρχοντα συστήματα υποστήριξης οργάνων είναι υπερβολικά μεγάλα για να χρησιμοποιηθούν σε βρέφη.
Στις ΗΠΑ, έως και το 20% των βρεφών που βρίσκονται σε αναμονή για μεταμόσχευση καρδιάς δεν προλαβαίνουν να λάβουν μόσχευμα. Οι περισσότεροι δότες είναι ασθενείς που έχουν κηρυχθεί εγκεφαλικά νεκροί, ενώ μόλις το 0,5% των παιδιατρικών μεταμοσχεύσεων καρδιάς προέρχονται από περιστατικά κυκλοφορικού θανάτου, δηλαδή όταν η καρδιά έχει σταματήσει και η κυκλοφορία του αίματος έχει μηδενιστεί.
Η πρακτική της αφαίρεσης ενός οργάνου από έναν ασθενή μετά από κυκλοφορικό θάνατο, και η επαναφορά της καρδιάς προκειμένου να μεταμοσχευθεί, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Ορισμένοι επικριτές θεωρούν ανήθικο να διακόπτεται η υποστήριξη ζωής σε έναν τελικού σταδίου ασθενή, να επανεκκινείται τεχνητά η καρδιά του και κατόπιν να αφαιρείται το όργανο για μεταμόσχευση. Τέτοιες πρακτικές εγείρουν ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με το πότε ακριβώς επέρχεται ο θάνατος και πώς πρέπει να επαναφέρεται ένα όργανο στη ζωή.
Σήμερα, η επαναφορά των καρδιών μετά από κυκλοφορικό θάνατο μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε οξυγονώνοντάς τες εντός του σώματος του δότη, είτε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι με εξωτερικά μηχανήματα. Η δεύτερη προσέγγιση, που υποστηρίζεται από την ομάδα του Duke University, θεωρείται ότι περιορίζει τις ηθικές ενστάσεις καθώς αποφεύγεται η εμπλοκή του εγκεφάλου του δότη στη διαδικασία επαναζωογόνησης.
Μάλιστα, υπολογίζεται πως η χρησιμοποίηση οργάνων από δότες με κυκλοφορικό θάνατο μπορεί να αυξήσει τη διαθεσιμότητα μοσχευμάτων έως και κατά 30%. Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν λείπουν. Ορισμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι αν η καρδιά επαναλειτουργήσει εντός του σώματος του δότη, τότε ουσιαστικά αναιρείται η ίδια η έννοια του κυκλοφορικού θανάτου.
Σε μια εναλλακτική προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι ηθικές επιφυλάξεις, μια δεύτερη ομάδα χειρουργών στο Vanderbilt University ανέπτυξε μια διαφορετική τεχνική. Η μέθοδός τους δεν επιδιώκει την άμεση επαναφορά της λειτουργίας της καρδιάς, αλλά τη διατήρησή της σε καλή κατάσταση μέχρι να μεταμοσχευθεί. Με τη χρήση ειδικού σφιγκτήρα στην αορτή και την έγχυση ενός ψυχρού διατηρητικού υγρού, κατάφεραν να διασώσουν τρεις παιδικές καρδιές.
Το βασικό πλεονέκτημα της τεχνικής του Vanderbilt είναι ότι απομονώνει την κυκλοφορία της καρδιάς από τον εγκέφαλο του δότη, περιορίζοντας έτσι τους ηθικούς προβληματισμούς που συνοδεύουν την επανεκκίνηση οργάνων. Όπως εξηγούν οι ίδιοι οι χειρουργοί, η μέθοδος επιτρέπει τη διοχέτευση του διατηρητικού διαλύματος αποκλειστικά στην καρδιά, χωρίς να ενεργοποιείται η εγκεφαλική κυκλοφορία ή να επιχειρείται επαναζωογόνηση του ίδιου του οργάνου.
Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Όλες οι μεταμοσχεύσεις στέφθηκαν με επιτυχία, με τις καρδιές να παρουσιάζουν καλή λειτουργία αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση. Η ομάδα του Vanderbilt χαρακτηρίζει τη μέθοδο ως πολλά υποσχόμενη και κατάλληλη για ευρεία εφαρμογή στο μέλλον.
[via]