Μια ανακάλυψη από μηχανικούς του University of Delaware υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη σχέση ανάμεσα στον μαγνητισμό και τον ηλεκτρισμό και μαζί της, το μέλλον της υπολογιστικής τεχνολογίας. Με τη βοήθεια μικροσκοπικών κυμάτων, γνωστών ως magnons, οι ερευνητές κατάφεραν να γεφυρώσουν δύο δυνάμεις που έως τώρα λειτουργούσαν σχεδόν ανεξάρτητα, ανοίγοντας τον δρόμο για υπολογιστές ασύγκριτα ταχύτερους και ενεργειακά αποδοτικότερους.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Center for Hybrid, Active and Responsive Materials (CHARM), ένα ερευνητικό κέντρο χρηματοδοτούμενο από το National Science Foundation. Εκεί, η ομάδα του πανεπιστημίου αποκάλυψε πως τα μαγνόνια, κύματα που προκύπτουν από τη συλλογική «περιστροφή» των ηλεκτρονίων μέσα σε στερεά υλικά, μπορούν να παράγουν μετρήσιμα ηλεκτρικά σήματα. Πρόκειται για μια πρωτοποριακή ανακάλυψη που φέρνει πιο κοντά τη σύζευξη μαγνητικών και ηλεκτρικών συστημάτων σε επίπεδο μικροηλεκτρονικής.
Στις παραδοσιακές ηλεκτρονικές διατάξεις, η πληροφορία μεταφέρεται μέσω της ροής ηλεκτρονίων. Ωστόσο, κάθε φορά που ένα ηλεκτρόνιο κινείται μέσα σε ένα κύκλωμα, ένα μέρος της ενέργειας του χάνεται ως θερμότητα, μια απώλεια που περιορίζει την ταχύτητα και αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας.
Τα μαγνόνια, από την άλλη, λειτουργούν διαφορετικά: μεταφέρουν πληροφορία όχι μέσω φορτίου, αλλά μέσω των συντονισμένων «σπιν» των ηλεκτρονίων, δημιουργώντας κυματοειδείς διαταραχές μέσα στο υλικό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ομάδας, όταν αυτά τα κύματα ταξιδεύουν μέσα σε αντισιδηρομαγνητικά (antiferromagnetic) υλικά, προκαλούν ηλεκτρική πόλωση, ουσιαστικά παράγοντας μια μικρή αλλά ανιχνεύσιμη τάση. Με απλά λόγια, τα μαγνόνια μπορούν να δημιουργήσουν ηλεκτρικά σήματα χωρίς να χρειάζεται να κινηθούν ηλεκτρόνια.
Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως «σύνδεση μαγνητο-ηλεκτρικής αλληλεπίδρασης», θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο για μια νέα γενιά υπολογιστικών συστημάτων όπου ο μαγνητισμός και ο ηλεκτρισμός δεν θα λειτουργούν ξεχωριστά, αλλά θα συνεργάζονται απευθείας.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά των αντισιδηρομαγνητικών μαγνονίων είναι η ταχύτητά τους. Μπορούν να κινηθούν σε συχνότητες της τάξης των terahertz, περίπου χίλιες φορές ταχύτερα από τα μαγνητικά κύματα που παρατηρούνται στα συμβατικά υλικά. Αυτή η ταχύτητα, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά χαμηλή ενεργειακή κατανάλωση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα εποχή «υπερ-υπολογιστών» που δεν υπερθερμαίνονται και δεν σπαταλούν ενέργεια.
Η ερευνητική ομάδα του University of Delaware εργάζεται ήδη για να επαληθεύσει πειραματικά τα θεωρητικά μοντέλα της. Στόχος τους είναι να εξετάσουν πώς τα μαγνόνια αλληλεπιδρούν με το φως, ένα βήμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα πιο αποδοτικούς τρόπους ελέγχου και μετάδοσης πληροφοριών μέσω οπτομαγνητικών συστημάτων.
Η συγκεκριμένη ανακάλυψη εντάσσεται στο ευρύτερο ερευνητικό πρόγραμμα του CHARM, το οποίο επικεντρώνεται στη δημιουργία υλικών που συνδυάζουν μαγνητικές, ηλεκτρονικές και κβαντικές ιδιότητες. Ο στόχος του κέντρου είναι η ανάπτυξη «έξυπνων» υλικών που ανταποκρίνονται στο περιβάλλον τους, προσφέροντας νέες δυνατότητες σε τομείς όπως η υπολογιστική, η ενέργεια και οι επικοινωνίες.
Αν η τεχνολογία αυτή περάσει από το εργαστήριο στην πράξη, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες. Οι σημερινοί υπολογιστές, από τα laptops μέχρι τα datacenters, χάνουν σημαντικά ποσοστά ενέργειας ως θερμότητα. Οι συσκευές που βασίζονται σε μαγνόνια θα μπορούσαν να εξαλείψουν αυτό το πρόβλημα, επιτρέποντας στους επεξεργαστές να λειτουργούν γρηγορότερα χωρίς να υπερθερμαίνονται και χωρίς να απαιτούν πολύπλοκα συστήματα ψύξης.
Επιπλέον, η χρήση αντισιδηρομαγνητικών υλικών θα έκανε τα κυκλώματα λιγότερο ευάλωτα σε εξωτερικά μαγνητικά πεδία, προσφέροντας μεγαλύτερη σταθερότητα και διάρκεια ζωής. Και καθώς η ανάγκη για πιο αποδοτική υπολογιστική αυξάνεται, από τα smartphones μέχρι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, τέτοιου είδους λύσεις γίνονται όλο και πιο κρίσιμες.
[source]




