Μια νέα, ευρείας κλίμακας μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature καταλήγει σε ένα ανησυχητικό συμπέρασμα: η κλιματική αλλαγή υπονομεύει την παγκόσμια αγροτική παραγωγή, ακόμα και όταν λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής. Παρά τις προσπάθειες των αγροτών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, η άνοδος της θερμοκρασίας φαίνεται πως οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση της παραγωγικότητας, με τις προβλέψεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες.
Η ανάλυση δείχνει ότι για κάθε επιπλέον βαθμό Κελσίου αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, η διατροφική επάρκεια μειώνεται κατά περίπου 120 θερμίδες ανά άτομο την ημέρα, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 4,4% της σημερινής μέσης ημερήσιας κατανάλωσης. Όπως εξηγεί ο Solomon Hsiang, καθηγητής στο Stanford Doerr School of Sustainability και επικεφαλής της μελέτης, αν η υπερθέρμανση φτάσει τους 3 βαθμούς, τότε θα είναι σαν να χάνει κάθε άνθρωπος στον πλανήτη ένα ολόκληρο γεύμα την ημέρα. Σε έναν κόσμο όπου ήδη πάνω από 800 εκατομμύρια άνθρωποι στερούνται τροφής σε τακτική βάση, αυτή η πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Στις ΗΠΑ, οι προβλέψεις είναι ιδιαίτερα σκληρές για περιοχές όπως το Midwest, που σήμερα αποτελούν τον πυρήνα της παραγωγής καλαμποκιού και σόγιας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, εάν δεν περιοριστούν οι εκπομπές, το οικονομικό κόστος για την αμερικανική γεωργία θα είναι τεράστιο, την ώρα που άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς, η Ρωσία και η Κίνα, ενδέχεται να επωφεληθούν.
Η μελέτη είναι αποτέλεσμα οκταετούς συνεργασίας δεκάδων ερευνητών υπό την ομπρέλα του Climate Impact Lab, στο οποίο συμμετέχουν, εκτός από τον Hsiang, και κορυφαίοι επιστήμονες από το University of Chicago, το Rutgers University και την Rhodium Group.
Η καινοτομία της συγκεκριμένης μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι λαμβάνει υπόψη της την πραγματική προσαρμοστικότητα των αγροτών, κάτι που οι προηγούμενες αναλύσεις αγνοούσαν. Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα από πάνω από 12.000 περιοχές σε 55 χώρες, εστιάζοντας σε βασικές καλλιέργειες όπως το σιτάρι, το ρύζι, το καλαμπόκι, η σόγια και το κριθάρι, που καλύπτουν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας κατανάλωσης θερμίδων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ακόμα και όταν λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής, όπως αλλαγή ποικιλιών, τροποποίηση εποχών φύτευσης και συγκομιδής, ή μεταβολή στη χρήση λιπασμάτων, αυτά αρκούν μόνο για να αντισταθμίσουν περίπου το ένα τρίτο των προβλεπόμενων απωλειών μέχρι το 2100. Το υπόλοιπο, ωστόσο, παραμένει, οδηγώντας σε καθαρή μείωση της αγροτικής παραγωγής.
Οι μεγαλύτερες απώλειες αναμένονται τόσο σε πλούσιες γεωργικές περιοχές όσο και σε ευάλωτες κοινότητες μικρών καλλιεργητών. Η πρόβλεψη αναφέρει μέση μείωση 41% στην απόδοση βασικών καλλιεργειών σε ανεπτυγμένες περιοχές και 28% στις φτωχότερες έως το τέλος του αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μόνο για το ρύζι φαίνεται να υπάρχει πιθανότητα αύξησης των αποδόσεων λόγω υψηλότερων νυχτερινών θερμοκρασιών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες καλλιέργειες, όπου το ενδεχόμενο μείωσης αγγίζει το 70%-90%.
Οι προβλέψεις αυτές γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικές υπό το πρίσμα της ήδη υπάρχουσας υπερθέρμανσης, που έχει φτάσει περίπου τους 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα. Οι αγρότες ήδη αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες περιόδους ξηρασίας, απότομες αλλαγές και ακραία καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν αρνητικά τις αποδόσεις, ακόμη και όταν υπάρχει πρόσβαση σε καλύτερα εφόδια.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι αν οι εκπομπές μειωθούν δραστικά και ο πλανήτης οδηγηθεί σε καθαρές μηδενικές εκπομπές, η παγκόσμια γεωργική παραγωγή θα υποχωρήσει κατά 11% έως το 2100. Αν όμως οι εκπομπές συνεχιστούν ανεξέλεγκτα, η μείωση ενδέχεται να φτάσει το 24%. Ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, μέχρι το 2050 αναμένεται μείωση αποδόσεων κατά περίπου 8%, λόγω της μακρόχρονης παραμονής του CO₂ στην ατμόσφαιρα.
Για να βοηθήσουν στη διαχείριση αυτής της πρόκλησης, οι ερευνητές αναπτύσσουν εργαλεία που θα βοηθήσουν κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς να κατευθύνουν πόρους προσαρμογής εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Συνεργάζονται ήδη με το United Nations Development Program για τη δημιουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και στοχευμένης υποστήριξης των πιο ευάλωτων κοινοτήτων.
Όπως τονίζει ο Hsiang, όσο κι αν οι αγρότες γνωρίζουν πώς να φροντίζουν τη γη τους, αν το κλίμα συνεχίσει να υποβαθμίζεται, καμία τεχνική ή υποδομή δεν θα επαρκεί. “Αυτό που αφήνουμε στα παιδιά μας μπορεί να μοιάζει με χωράφι, αλλά δεν θα είναι πια κατάλληλο για γεωργία.”
[via]