Οι μελλοντικοί κάτοικοι της Σελήνης θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από σκληρές προκλήσεις: το κενό του Διαστήματος, την έντονη κοσμική ακτινοβολία, τη διαβρωτική σεληνιακή σκόνη, την πτώση μετεωριτών και τις ακραίες διακυμάνσεις θερμοκρασίας. Σε αυτή τη λίστα έρχεται να προστεθεί και ένας λιγότερο γνωστός, αλλά υπαρκτός κίνδυνος: οι σεληνιακοί σεισμοί, ή αλλιώς moonquakes.
Η νέα αυτή ανησυχία προέρχεται από μελέτη μιας ομάδας επιστημόνων με επικεφαλής τον Thomas R. Watters, από το University of Maryland. Χρησιμοποιώντας δεδομένα που συνέλεξαν οι αστροναύτες της αποστολής Apollo 17 το 1972, η ομάδα διαπίστωσε ότι η Σελήνη δεν είναι γεωλογικά αδρανής, όπως πιστευόταν για δεκαετίες, αλλά παρουσιάζει σεισμική δραστηριότητα ικανή να επηρεάσει μελλοντικές κατασκευές.
Η αποστολή Apollo 17 προσγειώθηκε στην κοιλάδα Taurus-Littrow, στη νοτιοανατολική άκρη της Mare Serenitatis. Η επιλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία: η γεωμορφολογία της προσέφερε σημαντικές ευκαιρίες για επιστημονικά ευρήματα. Οι αστροναύτες Eugene Cernan και Harrison Schmitt, εκτός από πολύτιμα δείγματα πετρωμάτων, εγκατέστησαν και σεισμογράφους. Ωστόσο, τα όργανα αυτά είχαν περιορισμένες δυνατότητες και σταμάτησαν να λειτουργούν το 1977, όταν οι πυρηνικές τους πηγές ενέργειας άρχισαν να εξαντλούνται.
Με τα διαθέσιμα δεδομένα να είναι ελλιπή, οι ερευνητές στράφηκαν σε έμμεσες αποδείξεις. Μελετώντας δείγματα και παρατηρήσεις από καταπτώσεις βράχων και κατολισθήσεις στην περιοχή, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι κινήσεις αυτές του εδάφους δεν προήλθαν από πτώσεις μετεωριτών, οι οποίες είναι σπάνιες και δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν τέτοιας έντασης δονήσεις, αλλά από σεισμούς.
Η ανάλυση έδειξε ότι τέτοια γεγονότα σημειώνονται εδώ και περίπου 90 εκατομμύρια χρόνια, με ένταση γύρω στο 3 της κλίμακας Ρίχτερ. Στη Γη, ένας τέτοιος σεισμός θεωρείται ήπιος και σπάνια προκαλεί ζημιές. Στη Σελήνη όμως, η απουσία ατμόσφαιρας, η διαφορά στη βαρύτητα και η ιδιαιτερότητα της εδαφικής σύστασης σημαίνουν ότι ακόμη και μια μικρή δόνηση μπορεί να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις, ειδικά αν είναι ρηχή.
Το εύρημα αυτό δεν είναι απλώς επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά έχει και πρακτικές συνέπειες. Οι σεληνιακοί σεισμοί, αν και σπάνιοι, μπορούν να επηρεάσουν τη σταθερότητα μελλοντικών εγκαταστάσεων. Οι πιθανότητες για ένα μεμονωμένο πλήγμα είναι εξαιρετικά μικρές σε ημερήσια βάση, περίπου 20 εκατομμύρια προς 1, αλλά για μια βάση που θα λειτουργεί μόνιμα, η πιθανότητα μέσα σε έναν χρόνο αυξάνεται σε περίπου 5.500 προς 1 και συνεχίζει να μεγαλώνει με την πάροδο των ετών.
Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι πολλά από τα σχέδια για μελλοντικούς σεληνιακούς θαλάμους και οχήματα προσεδάφισης είναι σχετικά ψηλά και «βαριά» στο πάνω μέρος, κάτι που τα καθιστά πιο ευάλωτα σε ανατροπή αν το έδαφος υποστεί έστω και μικρή δόνηση, φαινόμενο που έχει ήδη παρατηρηθεί σε ορισμένους ρομποτικούς προσεδαφιστές.
Η ερευνητική ομάδα αναγνωρίζει ότι τα στοιχεία είναι περιορισμένα, ωστόσο εκτιμά ότι μελλοντικές αποστολές, όπως αυτές του προγράμματος Artemis της NASA, που θα περιλαμβάνουν σεισμογράφους νέας γενιάς και δορυφόρους με υψηλής ανάλυσης κάμερες, θα προσφέρουν πολύ πιο ακριβή εικόνα για τη σεισμική δραστηριότητα της Σελήνης.
Ο Nicholas Schmerr, αναπληρωτής καθηγητής Γεωλογίας στο University of Maryland, υπογραμμίζει τη σημασία του σωστού σχεδιασμού:
Θέλουμε η εξερεύνηση της Σελήνης να γίνει με ασφάλεια και με έξυπνη αξιοποίηση των επενδύσεων. Το συμπέρασμά μας είναι απλό: μην χτίζετε πάνω σε ρήγματα ή σε περιοχές που δείχνουν πρόσφατη δραστηριότητα. Όσο πιο μακριά βρίσκεσαι από αυτά, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος.
Η μελέτη αυτή προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα στις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιστήμονες και οι μηχανικοί πριν από την εγκατάσταση μόνιμων σεληνιακών βάσεων. Αν και η πιθανότητα δεν είναι συντριπτική, η μακροχρόνια παρουσία ανθρώπων στη Σελήνη καθιστά αναγκαία την πρόβλεψη και την ενσωμάτωση της αντισεισμικής προστασίας στον σχεδιασμό.
[via]