Μια επιστημονική μελέτη έρχεται να ενισχύσει τη σύνδεση μεταξύ της καφεΐνης, της μείωσης του σωματικού λίπους και του μειωμένου κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης (το Karolinska Institutet της Σουηδίας, το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και το Imperial College London) ρίχνει νέο φως στον ρόλο της καφεΐνης στην υγεία και τον μεταβολισμό.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα, όπως προκύπτουν από γενετικούς δείκτες, σχετίζονται με χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) και λιγότερο συνολικό σωματικό λίπος. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα καφεΐνης φάνηκε να μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, με περίπου το 50% της προστατευτικής επίδρασης να αποδίδεται στη μείωση του σωματικού βάρους.
Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης:
Γενετικά προβλεπόμενες υψηλότερες συγκεντρώσεις καφεΐνης στο πλάσμα σχετίστηκαν με χαμηλότερο BMI και μειωμένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2.
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από σχεδόν 10.000 άτομα, αντλημένα από υφιστάμενες γενετικές βάσεις δεδομένων. Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε γενετικές παραλλαγές των γονιδίων CYP1A2 και AHR, τα οποία σχετίζονται με την ταχύτητα με την οποία ο οργανισμός μεταβολίζει την καφεΐνη.
Άτομα με παραλλαγές που επιβραδύνουν τη διάσπαση της καφεΐνης έχουν την τάση να τη διατηρούν περισσότερο στο αίμα, ακόμη κι αν γενικά καταναλώνουν λιγότερη ποσότητα. Αυτό δημιουργεί ένα μοναδικό «μοντέλο» παρατήρησης των φυσικών επιδράσεων της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Μεντελιανής τυχαιοποίησης (Mendelian randomization), η οποία επιτρέπει στους επιστήμονες να εξάγουν πιθανές αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ γενετικών χαρακτηριστικών και υγειονομικών παραμέτρων, παρακάμπτοντας παρεμβολές εξωτερικών παραγόντων του τρόπου ζωής.
Παρά τη σαφή σύνδεση καφεΐνης, λιπώδους ιστού και διαβήτη, η μελέτη δεν εντόπισε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ επιπέδων καφεΐνης και καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως κολπική μαρμαρυγή, καρδιακή ανεπάρκεια ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες που είχαν καταδείξει ότι η μέτρια πρόσληψη καφεΐνης σχετίζεται με βελτιωμένη καρδιολογική υγεία. Ωστόσο, η παρούσα μελέτη διαφοροποιείται χάρη στην καθαρή, γενετική προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε.
Οι ερευνητές υποθέτουν πως η επίδραση της καφεΐνης στην καύση λίπους και στη θερμογένεση (παραγωγή θερμότητας από το σώμα) παίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιούν τον μεταβολισμό, βοηθώντας τον οργανισμό να καταναλώσει περισσότερη ενέργεια και να μειώσει το αποθηκευμένο λίπος.
Ωστόσο, τονίζουν ότι τα μακροχρόνια αποτελέσματα της καφεΐνης δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητά, και ότι παρά τις πιθανές ωφέλειες, η καφεΐνη δεν είναι πανάκεια.
Μικρές, βραχυπρόθεσμες δοκιμές έχουν δείξει ότι η καφεΐνη μειώνει το βάρος και τη λιπώδη μάζα, αλλά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα παραμένουν άγνωστα.
Ο Benjamin Woolf, γενετικός επιδημιολόγος από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, τόνισε πως τα αποτελέσματα δείχνουν την ανάγκη για τυχαίες, ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές. Αυτές θα μπορούσαν να εξετάσουν αν τα ροφήματα με καφεΐνη χωρίς θερμίδες συμβάλλουν ουσιαστικά στη μείωση της παχυσαρκίας και της εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Με δεδομένο ότι η καφεΐνη καταναλώνεται καθημερινά από δισεκατομμύρια ανθρώπους, ακόμη και οι μικρές επιδράσεις της στον μεταβολισμό θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη σημασία για τη δημόσια υγεία.
[via]