Το να έχεις γρήγορη και αξιόπιστη πρόσβαση στο Διαδίκτυο έχει πάψει προ πολλού να είναι πολυτέλεια — είναι ανάγκη. Από την εργασία και την ψυχαγωγία μέχρι την επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών μας, η καθημερινότητα εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τη σύνδεσή μας. Όμως, όσο «παγκόσμιο» κι αν θεωρείται το Internet, η πραγματικότητα δείχνει μια βαθιά ψηφιακή ανισότητα: το πόσο πληρώνει κανείς διαφέρει δραματικά από χώρα σε χώρα.
Σύμφωνα με στοιχεία της We Are Social που οπτικοποίησε η Visual Capitalist, η μέση τιμή ανά Mbps το 2025 διαμορφώνεται γύρω στα 0,45 δολάρια. Ωστόσο, αυτός ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι παραπλανητικός, αφού κρύβει πίσω του τεράστιες αποκλίσεις. Σε κάποιες χώρες, η τιμή δεν ξεπερνά το ένα λεπτό, ενώ σε άλλες… σκαρφαλώνει πάνω από τα τέσσερα ευρώ. Ο αρνητικός πρωταθλητής: τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα!
Σύμφωνα με την έρευνα, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το κόστος ανά Mbps αγγίζει τα 4,31 δολάρια — σχεδόν διπλάσιο από το αμέσως επόμενο πιο ακριβό κράτος, τη Γκάνα, όπου το ίδιο Mbps κοστίζει 2,58 δολάρια. Με λίγα λόγια, ένας κάτοικος του Ντουμπάι πληρώνει 100 έως 140 δολάρια τον μήνα απλώς για να έχει πρόσβαση στο Internet.
Γιατί όμως τόσο ακριβό; Η απάντηση βρίσκεται σε δύο βασικούς παράγοντες: πολιτική και ανταγωνισμός. Στα ΗΑΕ δραστηριοποιούνται μόλις δύο πάροχοι τηλεπικοινωνιών. Αυτή η περιορισμένη αγορά σημαίνει πως ουσιαστικά δεν υπάρχει κίνητρο για μείωση τιμών. Με απλά λόγια, οι καταναλωτές δεν έχουν επιλογές και αν θέλουν Internet, θα πρέπει να το αγοράσουν στις τιμές που επιβάλλουν οι πάροχοι.
Παράλληλα, το κράτος επιβάλλει στους παρόχους να αποδίδουν έως και 30% των κερδών τους στο δημόσιο ταμείο, κάτι που μετακυλίεται απευθείας στους λογαριασμούς των χρηστών. Και αν και οι ταχύτητες δεν είναι καθόλου κακές (περίπου 300 Mbps κατά μέσο όρο), η υψηλή τιμή δημιουργεί μια έντονη ψηφιακή ανισότητα, αφήνοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού εκτός του διαδικτυακού χάρτη.
Στην εντελώς αντίθετη πλευρά βρίσκεται η Ρουμανία, όπου το κόστος ανά Mbps είναι μόλις 0,01 δολάριο. Εκεί, εταιρείες όπως η DIGI προσφέρουν οπτική ίνα με 10 ευρώ τον μήνα, ενώ σχεδόν το 90% των νοικοκυριών διαθέτει πρόσβαση σε γρήγορο Internet.
Το «μυστικό» της Ρουμανίας είναι απλό: ανταγωνισμός και αποκέντρωση. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, δεκάδες μικροί ιδιώτες πάροχοι ξεκίνησαν να επεκτείνουν δίκτυα οπτικών ινών, αξιοποιώντας κοινόχρηστες υποδομές και χαμηλό κόστος εγκατάστασης. Έτσι, το πρόβλημα του «τελευταίου χιλιομέτρου» (η σύνδεση από το κεντρικό δίκτυο ως το σπίτι) λύθηκε χωρίς τεράστιες επενδύσεις.
Η ανάλυση δείχνει πως χώρες όπου το κόστος ξεπερνά το 1 δολάριο ανά Mbps μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: περιορισμένο ανταγωνισμό, δύσκολη γεωγραφία ή υψηλό λειτουργικό κόστος.
- Ελβετία: Περισσότερα από 2 δολάρια ανά Mbps, εξαιτίας της κυριαρχίας ενός μεγάλου παρόχου και του ακριβού εργατικού κόστους.
- Κένυα: Περίπου 1,54 δολάρια, καθώς η ανεπαρκής υποδομή οπτικών ινών καθιστά τη χώρα εξαρτημένη από λύσεις όπως το Starlink.
- Αυστραλία: Περίπου 1,33 δολάρια, λόγω της τεράστιας γεωγραφικής διασποράς του πληθυσμού.
- Γερμανία: Περίπου 1 δολάριο ανά Mbps, με απαρχαιωμένο δίκτυο και πολλές περιοχές που εξακολουθούν να βασίζονται στο χαλκό. Παρά το οικονομικό της μέγεθος, η Γερμανία έχει χειρότερο λόγο κόστους/ταχύτητας από τους ευρωπαίους γείτονές της.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η χώρα μας βρίσκεται στη 18η θέση με κόστος 0,34 δολάρια ανά Mbps, με αποτέλεσμα να έχουμε το πιο ακριβό Internet στην Ευρώπη μετά από Ελβετία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία και Βέλγιο…




