Το Voyager 1, ένα από τα πιο ανθεκτικά και εμβληματικά μηχανήματα που έχει στείλει ποτέ η ανθρωπότητα στο Διάστημα, ετοιμάζεται να φτάσει σε ακόμη ένα ορόσημο που μοιάζει περισσότερο με ποίηση παρά με τεχνολογία. Στα τέλη του 2026, το σκάφος θα γίνει το πρώτο δημιούργημα του ανθρώπου που θα βρεθεί τόσο μακριά από τη Γη ώστε ένα ραδιοσήμα να χρειάζεται ολόκληρη ημέρα για να φτάσει σε αυτό. Μια ημέρα φωτός.
Το όριο αυτό δεν είναι απλώς τεχνικό. Είναι μια υπενθύμιση της πραγματικής κλίμακας του Σύμπαντος και του πόσο μικρό ρόλο έχει το ανθρώπινο μέτρο όταν προσπαθεί να κατανοήσει κοσμικές αποστάσεις. Η ταχύτητα του φωτός, όπως μας δίδαξε ο Einstein, είναι το ταχύτερο που μπορεί να ταξιδέψει οτιδήποτε στο Σύμπαν. Στα 299.388 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, μοιάζει με ρυθμό αδύνατο να συλλάβει κανείς. Όμως η απεραντοσύνη του Διαστήματος μετατρέπει ακόμη και αυτό το νούμερο σε κάτι… αργό.
Κι όμως, η πρώτη φορά που το ευρύ κοινό αντιλήφθηκε πως ακόμη και το φως έχει περιορισμούς ήταν στις αποστολές Apollo. Όποιος έχει δει τα αυθεντικά πλάνα με την επικοινωνία ανάμεσα στους αστροναύτες και το Mission Control θα θυμάται την ελαφριά παύση — περίπου 2,6 δευτερόλεπτα — πριν φτάσει η απάντηση. Με την απόσταση Γης–Σελήνης στα 363.000 χιλιόμετρα, το ραδιοκύμα χρειάζεται 1,3 δευτερόλεπτα για να πάει κι άλλα τόσα για να επιστρέψει.
Στο μέγεθος όμως του Ηλιακού Συστήματος, η καθυστέρηση αυτή διογκώνεται. Στον Άρη φτάνει τα τέσσερα λεπτά. Στον Δία, έως 52 λεπτά. Στον Πλούτωνα, φτάνει τις 6,8 ώρες. Γι’ αυτό και οι διαστημικές αποστολές βαθιάς εξερεύνησης χρειάζονται απόλυτα αυτόνομα ρομπότ: μια λανθασμένη εντολή που θα έφτανε με τεράστια καθυστέρηση θα ήταν αρκετή για να τερματίσει την αποστολή ενός οχήματος μέσα σε κάποιον κρατήρα.
Τίποτε από αυτά όμως δεν συγκρίνεται με το Voyager 1. Το σκάφος ξεκίνησε το 1977 για μια γρήγορη επίσκεψη σε Δία και Κρόνο, προτού εκτοξευτεί σε μια πορεία χωρίς επιστροφή προς το μεσοαστρικό κενό. Σήμερα είναι σχεδόν μισό αιώνα παλιό. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να λειτουργεί, παρότι ταξιδεύει μέσα σε ένα ακραίο περιβάλλον γεμάτο ακτινοβολία και εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες, στην περιφέρεια του Ηλιακού Συστήματος. Η NASA σκοπεύει να το κρατήσει ζωντανό μέχρι να εξαντληθεί ο πυρηνικός του παλμογεννήτης — κάτι που αναμένεται μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Στην πράξη, αυτά σημαίνουν πως όσο το Voyager 1 απομακρύνεται, τόσο ο χρόνος επικοινωνίας αυξάνεται. Τη στιγμή της συγγραφής των δεδομένων της NASA, βρισκόταν στα 15,7 δισεκατομμύρια μίλια από τη Γη, με ένα σήμα να χρειάζεται 23 ώρες, 32 λεπτά και 35 δευτερόλεπτα για να φτάσει. Η στιγμή που θα περάσει το φράγμα των 24 ωρών — κάτι που υπολογίζεται για τις 15 Νοεμβρίου 2026 — δεν είναι απλώς ένα ακόμη στατιστικό. Είναι ένδειξη του πόσο μακριά έχει φτάσει η ανθρώπινη τεχνολογία στο ταξίδι της προς την αιώνια εξορία του διαστήματος.
Το Voyager 2, το αδελφό σκάφος, βρίσκεται πιο κοντά, σε απόσταση περίπου 19,5 ωρών φωτός. Ωστόσο, και τα δύο παραμένουν συνδεδεμένα με το Mission Control μέσω του Deep Space Network, ενός από τα πιο προηγμένα δίκτυα επικοινωνίας που έχει κατασκευαστεί. Η ύπαρξή τους υπενθυμίζει ότι όσο κι αν απομακρύνονται, η Γη θα συνεχίσει να ακούει τα σήματά τους — ακόμη κι αν αυτά φτάνουν πια με χρονική υστέρηση που αγγίζει την ανθρώπινη υπομονή.
Από την άλλη όμως, αυτή η υστέρηση έχει πραγματικές επιπτώσεις. Από το επόμενο έτος, κάθε εντολή που θα στέλνεται στο Voyager 1 θα χρειάζεται μια ολόκληρη ημέρα για να φτάσει και άλλη μία για να επιστρέψει η επιβεβαίωση. Για τους μηχανικούς της NASA, η διαδικασία αυτή μοιάζει με τηλεχειρισμό ενός πολύτιμου αντικειμένου σε ακραία απόσταση με βραδυπορία δύο ημερών: ένα τεχνικό άγχος σε αργή κίνηση.




